Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πολλοὺς Λακεδαιμονίων

  • 1 καταβαλλω

        (fut. καταβαλῶ, aor. 2 κατέβαλον - эп. 3 л. sing. κάββαλε)
        1) выпускать из рук, ронять

    (ἀπὸ ἕο υἱόν Hom.)

    ; выпускать из когтей, бросать вниз
        

    (νεβρόν Hom.)

        2) опускать вниз:

    (Ἄργος) οὔατα κάμβαλεν (= κάββαλεν) ἄμφω Hom. ( увидев хозяина)

    , Аргос опустил оба уха; κ. τὰς ὀφρῦς Eur. опустить брови, т.е. разгладить чело, повеселеть
        3) отращивать, отпускать
        4) бросать, сеять
        5) сбрасывать, сталкивать, опрокидывать
        

    (τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἐπὴ χθονί, ἐνὴ πόντῳ Hes.; ἐν πάλῃ, sc. τὸν ἀντίπαλον Plat.; καταβαλλόμενοι, ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι NT.)

        κ. ἀπ΄ ἐλπίδος Plat. — лишать надежды, приводить в уныние

        6) низвергать, разрушать, сносить
        

    (τὰ οἰκήματα, τὰ τῶν θεῶν ἀγάλματα Her.)

        7) свергать, низводить
        8) валить, срубать
        

    (τὰ δενδρα Arst.)

        9) умерщвлять, убивать
        

    (πολλοὺς Λακεδαιμονίων Her.; ἐάν τις ξύλῳ ἢ μαχαίρᾳ πατάξας καταβάλῃ Lys.)

        10) сваливать, складывать
        

    (φιτροὺς ἐπ΄ ἀκτῆς Hom.)

        11) приносить или закалывать в жертву
        

    (σφάγια, τὸ θῦμα δαίμοσιν Eur.)

        12) распускать, распространять
        

    (φάτιν Her.; αἱ καταβεβλημέναι νῦν μαθήσεις Arst.)

        13) ввергать, помещать, заключать
        14) повергать, ввергать, приводить
        

    (εἰς συμφοράς Eur.; τινὰ εἰς φόβον, εἰς δόξαν, εἰς ἀπιστίαν Plat.)

        καταβάλλεσθαι εἰς φθόνον Plat.поддаться чувству зависти

        15) отвергать, отбрасывать прочь
        

    κατέβαλεν ὃ ἔλαβεν, ὡς ἕτερον ληψόμενος Xen. — он отбросил (кусок), который взял, чтобы выбрать другой;

        οἱ καταβεβλημένοι Isocr. — пропащие люди, отверженные

        16) откладывать в сторону
        17) устанавливать, ставить
        18) доставлять, накапливать
        

    (κ. σιτία τῇ στρατιῇ Her.)

        19) доставлять (в виде дохода), давать, приносить
        

    (ἐπ΄ ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον Her.)

        20) вносить, платить, уплачивать
        

    (τἀργύριον Thuc.; τιμήν τινι ὑπέρ τινος Plat.; ζημίας Dem.)

        21) давать, предоставлять
        

    (μαρτυρίαν Dem.; γεγραμμένα Plat.)

        καταβάλλεσθαι εἰς τὰ δημόσια γράμματα Dem. — сдать свои документы в государственный архив;
        πολλοὴ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arst.в пользу этого приведены многие доводы

        22) преимущ. med. (тж. κ. θεμέλιον NT.) закладывать основы, основывать, класть начало (чему-л.), подготовлять
        τέν τῆς ναυπηγίας ἀρχέν καταβάλλεσθαι Plat. — набрасывать основную схему постройки корабля;
        ὅ Στωϊκῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. (Зенон), положивший начало школе стоиков;
        ὅταν κρηπὴς καταβληθῇ ὀρθῶς Eur.когда основа хорошо заложена

    Древнегреческо-русский словарь > καταβαλλω

См. также в других словарях:

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …   Dictionary of Greek

  • συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… …   Dictionary of Greek

  • Πεισιστρατίδες — Γιοι του Πεισίστρατου, οι οποίοι τον διαδέχτηκαν στην τυραννία της αρχαίας Αθήνας. Οι γνωστότεροι από αυτούς ήταν ο Ιππίας και ο Ίππαρχος. Όταν έγινε τύραννος ο Ιππίας, που μνησικακούσε εναντίον των Αθηναίων για τον φόνο του Iππάρχου, οι… …   Dictionary of Greek

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»